τιλτός

τιλτός
-ή, -ό / τιλτός, -ή, -όν, ΝΑ [τίλλω]
1. μαδημένος («τιλτὰ λάχανα», πάπ.)
2. (για ύφασμα) α) ξεφτισμένος
β) κουρελιασμένος
νεοελλ.
λαναρισμένος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo τιλτόν
α) μοτός, ξαντό
β) (ενν. τάριχος) απολεπισμένο παστό ψάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιλτός — plucked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλτά — τιλτός plucked neut nom/voc/acc pl τιλτά̱ , τιλτός plucked fem nom/voc/acc dual τιλτά̱ , τιλτός plucked fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλτῶν — τιλτός plucked fem gen pl τιλτός plucked masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλτόν — τιλτός plucked masc acc sg τιλτός plucked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλτοῖς — τιλτός plucked masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλτοί — τιλτός plucked masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλτή — τιλτός plucked fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλτῷ — τιλτός plucked masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νακότιλτος — νακότιλτος, ον (Α) εκείνος που κουρεύτηκαν οι τρίχες του, που αποσπάστηκαν τα μαλλιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη + τίλτος (< τίλλω «μαδώ»), πρβλ. απαρά τιλτος, έν τιλτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύτιλτος — ον, Α φθαρμένος, ξεφτισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τιλτός (< τίλλω «μαδώ»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”